- Πόλων
- Πόλοςpiuotmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολῶν — πολέω go about pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλων — πόλος piuot masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βιστούλας — (πολων. Wisa, γερμ. Weichsel). Ποταμός (1.387 χλμ.) της Πολωνίας, που εκβάλλει στη Βαλτική θάλασσα (κόλπος του Ντάντσιχ). Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Πολωνίας και ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους της κεντρικής Ευρώπης. Πηγάζει… … Dictionary of Greek
Εδβίγη — (πολων. Jadwiga, 1374 – 1399). Βασίλισσα της Πολωνίας (1384 99). Υπήρξε κόρη του Λουδοβίκου Α’, βασιλιά της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Αναγορεύτηκε βασίλισσα στις 15 Οκτωβρίου 1384 και το 1386 παντρεύτηκε τον Γιαγκέλο, μεγάλο δούκα της… … Dictionary of Greek
Κατοβίτσε — (πολων. Katowice, γερμ. Kattowitz). Πόλη (338.017κάτ. το 2001) της νότιας Πολωνίας, πρωτεύουσα του βοϊβοδάτου (επαρχίας) Σλάσκι (Slaskie, 12.294 τ. χλμ., 4.857.848 κάτ.), το οποίο εκτείνεται από τα σύνορα με την Τσεχία έως τον άνω ρου του Βάρτα… … Dictionary of Greek
Λουτίνια — (πολων. Lutynia, γερμ. Leuthen). Χωριό της νοτιοδυτικής Πολωνίας, στην επαρχία Μπρεσλάου. Η περιοχή αποτέλεσε το θέατρο μάχης μεταξύ του πρωσικού και του αυστριακού στρατού, την περίοδο του Επταετούς πολέμου. Στις 5 Δεκεμβρίου 1757, ο βασιλιάς… … Dictionary of Greek
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
παρέκκλιση — Εκτροπή ενός πλοίου ή ενός αεροπλάνου από την πορεία, η οποία οφείλεται, αντίστοιχα, σε ρεύματα του νερού ή της ατμόφαιρας. Η γωνία της π. είναι αυτή που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της ταχύτητας του κινητού, ως προς το νερό ή τον αέρα όπου… … Dictionary of Greek
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
πολικότητα — I Η φυσιολογική και μορφολογική ανισοτιμία μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων περιοχών ενός κυττάρου, ιστού ή οργάνου. Τα δύο σημεία που παρουσιάζουν τη διαφορά ονομάζονται πόλοι. Η παρουσία δύο πόλων σ’ ένα κύτταρο ή όργανο καθιερώνει και έναν… … Dictionary of Greek